Ένας ζητιάνος καθόταν στην άκρη ενός δρόμου για πάνω από τριάντα χρόνια. Μια μέρα ένας ξένος πέρασε από δίπλα του. “Έχεις μερικά ψιλά;” μουρμούρισε ο ζητιάνος. “Δεν έχω τίποτα να σου δώσω,” είπε ο ξένος. Μετά ρώτησε: “Τι είναι αυτό που κάθεσαι επάνω του;”, “Τίποτα,” απάντησε ο ζητιάνος, “Απλά, ένα παλιό κουτί. Κάθομαι πάνω του για όσο μπορώ να θυμηθώ”. “Δεν κοίταξες ποτέ μέσα;” ρώτησε ο ξένος, “Όχι,…” είπε ο ζητιάνος, “…ποιο είναι το νόημα; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα”. “Ρίξε μια ματιά μέσα” επέμεινε ο ξένος. Ο ζητιάνος κατάφερε ν’ ανοίξει το καπάκι. Με έκπληξη, δυσπιστία αλλά και αγαλλίαση, είδε ότι το κουτί ήταν γεμάτο χρυσάφι.
Είμαι ο ξένος που δεν έχω τίποτα να σου δώσω και αυτός που σου λέει να κοιτάξεις μέσα. Όχι μέσα σε κάθε κουτί, όπως στην παραβολή, αλλά κάπου ακόμα πιο κοντά: μέσα σου.
“Ναι, αλλά, εγώ δεν είμαι ζητιάνος”, μπορώ να σε ακούσω να λες.
Όσοι δεν έχουν βρει τον πραγματικό πλούτο τους, που είναι η χαρά τού να είσαι λαμπερός και τη βαθιά, ακλόνητη ειρήνη που τη συνοδεύει, είναι ζητιάνοι, ακόμα κι αν έχουν υλικό πλούτο. Ψάχνουν έξω για αποφάγια ηδονής ή εκπλήρωση, για επικύρωση, ασφάλεια ή αγάπη, ενώ έχουν ένα θησαυρό εντός, που όχι μόνο περιλαμβάνει όλα εκείνα τα πράγματα, αλλά είναι απείρως μεγαλύτερος από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Έκχαρτ Τόλε